Ψιλῆς

Ψιλῆς
Ψιλᾶς
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλῆς — ψιλεύς masc nom pl ψιλεύς masc nom/voc pl ψῑλῆς , ψιλός bare fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • προκαταλέγομαι — Α 1. περιγράφομαι εκ τών προτέρων («ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς», Ηρόδ.) 2. προμνημονεύομαι («ἡ προκατειλεγμένη σύνταξις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλέγω (ΙΙ) «διηγούμαι, ιστορώ, καταγράφω»] …   Dictionary of Greek

  • ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… …   Dictionary of Greek

  • ψιλήτης — και ψιλίτης, ου, ὁ, Μ στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής*, ῆος, με κατάλ. της*, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται] …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • ψιχάλα — η, Ν 1. ψιλόβροχο 2. σταγόνα ψιλής βροχής («έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών ψεκάδα «σταγόνα» και ψίχαλο / ψίχα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”